ζωοτεχνία

ζωοτεχνία
η
1. τέχνη εκτροφής και αναπαραγωγής ζώων.
2. κλάδος της βιολογίας με αντικείμενο την καλύτερη εκμετάλλευση των ζώων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζωοτεχνία — Εφαρμοσμένη βιολογική επιστήμη, η οποία μελετά, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς, την τεχνική της αναπαραγωγής και τις μεθόδους βελτίωσης της απόδοσης, της παραγωγικότητας, της εκτροφής και της ορθολογικής χρήσης των κατοικίδιων ζώων. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • Κεντάκι — (Kentucky). Ομόσπονδη πολιτεία (104.661 τ. χλμ., 4.065.556 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ. Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της χώρας και συνορεύει με τις πολιτείες Οχάιο, Ιντιάνα και Ιλινόις στα Β, Δυτική Βιρτζίνια και Βιρτζίνια στα Α, Τενεσί στα Ν… …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)- — (I) (AM ζω[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) αναφέρεται στη ζωή ή έχει σχέση με τη ζωή («ζωοπάροχος», «ζωοπλάσσω») β) αναδίδει ζωή ή ζωτικότητα («ζωομύριστος», «ζωπυρίς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Στην Αρχαία Ελληνική ζω(ο) (Ι) είναι τ.… …   Dictionary of Greek

  • ζωοπαιδεία — η ζωολ. παλαιότερη ονομασία κλάδου τής ζωολογίας που ασχολείται με την εκτροφή, τη συντήρηση και την εκμετάλλευση τών ζώων, σημ. ζωοτεχνία …   Dictionary of Greek

  • ζωοτεχνικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτεχνία 2. φρ. «ζωοτεχνική υπηρεσία» κρατική υπηρεσία που επιδιώκει την προαγωγή τής κτηνοτροφίας. επίρρ... ζωοτεχνικά και ώς από την άποψη τής ζωοτεχνίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • προσαρμογή — Ιδιότητα κάθε είδους ζωντανού οργανισμού να έχει διάρθρωση, όργανα και λειτουργίες αντίστοιχα προς το περιβάλλον στο οποίο ζει. Η π. είναι ιδιαίτερα εμφανής στις περιπτώσεις του περιβάλλοντος και των τρόπων ειδικής ζωής· π.χ. τα ζώα που ζουν στο… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Βλίλαντ — (Vlieland). Νησί (36 τ. χλμ., περ. 1.000 κάτ.) της Βόρειας θάλασσας που ανήκει στα δυτικά Φρισικά νησιά (Ολλανδία, επαρχία Φρισίας). Χωρίζεται από την Ολλανδία με τον πορθμό Βαντενζέε και είναι επίμηκες νησί με πολλές αμμώδεις παραλίες. Κύριο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”